- πτιλώσσω
- Απάσχω από την ασθένεια τών ματιών πτίλωσις*.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον + κατάλ. -ώσσω, που απαντά σε ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. καρδι-ώσσω, λαιμ-ώσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτιλῶσσον — πτιλώσσω have sore eyes pres part act masc voc sg πτιλώσσω have sore eyes pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)